top of page
larnaca-cyprus-september-23-2017-front-view-of-orthodox-church-of-saint-lazarus-agios-laza

Ο ΑΓΙΟΣ ΛΑΖΑΡΟΣ – Η ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΟΥ ΝΑΟΥ  ΣΤΗ ΛΑΡΝΑΚΑ

Λάρνακα, το αρχαίο Κίτιο. Μια από τις πιο ωραίες και αρχαίες εκκλησίες της Κύπρου στολίζει την πόλη αυτή του φιλοσόφου Ζήνωνα, τη Λάρνακα: είναι η εκκλησία του αγίου Λαζάρου, του φίλου του Χριστού, κτισμένη πάνω από τον τάφο του αγίου, ο οποίος διετέλεσε, κατά την παράδοση, πρώτος Επίσκοπος Κιτίου. Για λίγα σχετικά και κατατοπιστικά λόγια ας κάνουμε μια μικρή αναδρομή στο παρελθόν.

Ο άγιος Λάζαρος, (Ελεάζαρ στα εβραϊκά) ήταν Εβραίος και καταγόταν από τη Βηθανία, μια κώμη τρία περίπου χιλιόμετρα στ’ ανατολικά της Ιερουσαλήμ. Είναι γνωστός ως “τετραήμερος και φίλος του Χριστού”: “τετραήμερος” από το γεγονός της ανάστασης του από το Χριστό τέσσερις μέρες μετά το θάνατο και την ταφή του. “φίλος του Χριστού” γιατί έτσι τον αποκαλεί η Αγία Γραφή , επισημαίνοντας τους φιλικούς δεσμούς του Κυρίου με όλη την οικογένεια: “Ηγάπα [ο Χριστός] την Μάρθαν και την αδελφήν αυτής [Μαρίαν] και τον [αδελφόν αυτών]Λάζαρον”, μας πληροφορεί ο ευαγγελιστής Ιωάννης.

Πολλές φορές ο Χριστός φιλοξενήθηκε στο σπίτι τους . Κατά τη διάρκεια της τελευταίας πορείας Του από τη Γαλιλαία προς τα Ιεροσόλυμα, όπου πήγαινε για να σταυρωθεί “υπέρ της του κόσμου ζωής”, κι ενώ ακόμα βρισκόταν μακριά, οι δύο αδελφές τον ειδοποίησαν ότι ο αδελφός τους, άρρωστος βαριά, πέθαινε: “Κύριε , ίδε ον φιλείς ασθενεί”. Κι ο Κύριος, που δήλωσε πως αυτή η ασθένεια “ούκ έστι προς θάνατον αλλ’ υπέρ της δόξης του θεού”, καθυστέρησε δύο μέρες κι ύστερα ξεκίνησε για τη Βηθανία, όπου έφθασε τέσσερις μέρες μετά την ταφή του Λαζάρου. Συγκινημένος στάθηκε μπροστά στο μνήμα και – σαν Κύριος της ζωής και του θανάτου – τον επανέφερε στη ζωή παρ’ όλον ότι ήταν “τεταρταίος” και “ήδη ώζε”

Αργότερα ο Λάζαρος αναγκάστηκε να ζητήσει καταφύγιο στο Κίτιο της Κύπρου, φεύγοντας την επιβουλή των αρχιερέων και φαρισαίων που ζητούσαν να τον σκοτώσουν:

“Εβουλεύσαντο δε οι αρχιερείς ίνα και τον Λάζαρον αποκτείνωσιν, ότι πολλοί δι’ αυτόν υπήγον των Ιουδαίων και επίστευον εις τον Ιησούν”. (Οι αρχιερείς τότε απεφάσισαν να θανατώσουν και τον Λάζαρον, διότι εξ αιτίας του πολλοί από τους Ιουδαίους έφευγαν και πίστευαν εις τον Ιησούν).

Πιθανότερος χρόνος φυγής του θεωρείται το 33 μ.Χ., και, συγκεκριμένα, ο καιρός του διωγμού που ξέσπασε μετά το λιθοβολισμό του πρωτομάρτυρος Στεφάνου, οπότε πολλοί χριστιανοί της Ιουδαίας “διασπαρέντες από της θλίψεως της γενομένης επί Στεφάνω, διήλθον έως Φοινίκης και Κύπρου και Αντιοχείας”

Κατά την παράδοση της Εκκλησίας ο Λάζαρος ήταν τριάντα ετών το 33 μ.Χ. όταν ο Χριστός τον ανέστησε εκ νεκρών . Έζησε δε άλλα τριάντα χρόνια στο Κίτιο και απέθανε γύρω στο 63 μ.Χ. σε ηλικία εξήντα ετών. Εδώ λοιπόν τον βρήκαν οι Απόστολοι Παύλος και Βαρνάβας, όταν ήλθαν στην Κύπρο το 45 μ.Χ. και τον χειροτόνησαν πρώτο Επίσκοπο Κιτίου. Εποίμανε το ποίμνιό του για δεκαοχτώ χρόνια (45-63 μ.Χ.), οπότε πέθανε για δεύτερη φορά και ετάφη στο Κίτιο, εκεί όπου σήμερα υψώνεται ο βυζαντινός ναός του.


Δεν γνωρίζουμε λεπτομέρειες από τη ζωή του ως Επισκόπου στο Κίτιο γιατί δεν διασώθηκαν ή δεν υπήρξαν σχετικές γραπτές πηγές. Το έργο του όμως, όπως κι εκείνο των άλλων Επισκόπων της Κύπρου του πρώτου αιώνα, δεν θα πρέπει να ήταν καθόλου εύκολο λόγω της δύναμης που είχαν οι δυο αντίθετες προς το Χριστιανισμό δυνάμεις: η ειδωλολατρεία από την μια, που, εξ αιτίας της λατρείας της Αφροδίτης, ήταν πολύ δημοφιλής στην Κύπρο. και ο αντιχριστιανικός φανατισμός της εδώ πολυάριθμης και ισχυρής Ιουδαϊκής κοινότητας, από την άλλη, η οποία αντιδρούσε και αντενεργούσε με κάθε τρόπο στο έργο των Χριστιανών. Η Εκκλησία της Κύπρου χρειάστηκε να παλέψει σκληρά για πολύ καιρό ακόμα έως ότου εδραιωθεί.

Ο ναός του αγίου στη Λάρνακα ήταν από πολύ παλιά γνωστός στο χριστιανικό κόσμο και αποτελούσε, μέχρι και τα πρώτα χρόνια του 20ου αιώνα, απαραίτητο συμπλήρωμα στο προσκύνημα των Αγίων Τόπων. Εκτός αυτού πολλές θεραπείες και άλλα θαύματα επιτελούνταν εδώ με τη χάρη του, όπως μας πληροφορεί στις εντυπώσεις του παλιός ξένος περιηγητής, ο Pietro Della Valle, Ρωμαίος ευγενής, που επισκέφθηκε τη Λάρνακα και το ναό στα 1614 και 1626: όπως αναφέρει, στις επιφυλάξεις του για το αν πρόκειται πράγματι για τον Λάζαρο το φίλο του Χριστού, του δόθηκε η απάντηση ότι “η αλήθεια αυτή αποδεικνύεται από τα θαύματα που ο άγιος επιτελεί στο ναό καθημερινά, θεραπείες κ.ά.”. Θα πρέπει λοιπόν να αποτελούσε μεγάλο προσκύνημα, όχι μόνο για ντόπιους μα και για ξένους προσκυνητές.

Η σημασία του σαν ιερό προσκύνημα επαυξήθηκε σήμερα, μετά την ανεύρεση, στις 23 Νοεμβρίου 1972 (κατά τη διάρκεια εργασιών ανακαίνισης του ναού), μέρους των λειψάνων του αγίου βαθιά κάτω από την αγία Τράπεζα, μέσα σε μαρμάρινη λάρνακα.

Όπως είναι γνωστό το λείψανο του αγίου είχε πρωτοβρεθεί το 890 μ.Χ. στον τάφο του, μέσα στο μικρό ναό, που υπήρχε την εποχή εκείνη και μέσα σε μαρμάρινη λάρνακα στην οποία ήταν χαραγμένα (όχι όμως στα ελληνικά) τα εξης: “Λάζαρος ο τετραήμερος και φίλος του Χριστού”. Ο τότε αυτοκράτορας του Βυζαντίου Λέων ΣΤ΄ ο Σοφός, σύμφωνα με τη συνήθεια που επικρατούσε, μετέφερε το ιερό λείψανο στην Κωνσταντινούπολη και σ’ αντάλλαγμα έστειλε χρήματα και τεχνίτες για να κτίσουν το ναό που βλέπουμε σήμερα. Είναι όμως αδιανόητο να δεχτούμε ότι οι τότε Κιτιείς είχαν δώσει ολόκληρο το λείψανο χωρίς να κρατήσουν ένα μικρό μέρος για την πόλη τους . Γι΄ αυτό το γεγονός ότι σήμερα βρέθηκε στον τάφο μέρος μόνο λειψάνου και όχι ολόκληρο λείψανο, αποτελεί μια ισχυρή ένδειξη για την αυθεντικότητά του.

Τη μεταφορά αυτή του ιερού σκήνους από το Κίτιο στην Κωνσταντινούπολη αποθανάτισε ο τότε Επίσκοπος Καισαρείας Αρέθας σε δύο πανηγυρικές ομιλίες, που έγραψε γι’ αυτόν ακριβώς το σκοπό. Στην πρώτη εκθειάζει το γεγονός της αφίξεως του λειψάνου στην Κωνσταντινούπολη από την Κύπρο, ενώ στη δεύτερη περιγράφει λεπτομερώς την πομπή που σχηματίστηκε από τον αυτοκράτορα για τη μεταφορά του λειψάνου από την Χρυσούπολη στο ναό της Αγίας Σοφίας. Ο Λέων ΣΤ΄, εκτός από το ναό που έκτισε στο Κίτιο επ’ ονόματι του αγίου Λαζάρου, έκτισε και δεύτερο στην Κωνσταντινούπολη προς τιμή του αγίου. Κατά παράδοση ο εκάστοτε αυτοκράτορας παρευρίσκετο στη λειτουργία κατά το Σάββατο του Λαζάρου σ ΄αυτή την εκκλησία. Μετά την άλωση της Κωνσταντινούπολης από τους Φράγκους το 1204, οι Σταυροφόροι, εκτός από τους άλλους θησαυρούς που μετέφεραν στη Δύση, μετέφεραν και το λείψανο του αγίου στη Μασσαλία, απ’ όπου όμως αργότερα χάθηκε. Εκμεταλλευθέντες μάλιστα οι Φράγκοι το γεγονός αυτό καλλιέργησαν παλαιότερα, για λόγους θρησκευτικούς και εθνικιστικούς, τη φήμη ότι εκεί και όχι αλλού έζησε ο Λάζαρος σαν επίσκοπος.

Η περίφημη αυτή αρχαία εκκλησία του αγίου Λαζάρου, κτισμένη όπως αναφέρθηκε, πάνω στον τάφο του, είναι ότι πολυτιμότερο έχει να επιδείξει η Λάρνακα. Ποιος να μπει μέσα και να μη κατανυγεί! Ένα πρωτοχριστιανικό μεγαλείο τη χαρακτηρίζει, ένα “δωρικό” μεγαλείο, που σε εντυπωσιάζει και σε συναρπάζει. Μα και το περίφημο εικονοστάσι της που, με τα ξυλόγλυπτα αριστουργήματά του, μοιάζει με τεράστια χρυσοκέντητη δανδέλλα, ποιος να το αντικρίσει και να μη νοιώσει κατάνυξη και θαυμασμό! Αναρίθμητες μορφές στολίζουν τα εκτεταμένα πλάτη και ύψη του: μορφές πάγκαλες, πανάγιες, μορφές “μυστικές” γεμάτες “ειρήνη του Θεού που υπερέχει πάντα νούν”, μορφές αγίων που σε κάθε λειτουργία κι εσπερινό λες και κατεβάζουν τον ουρανό στη γη. Μοιάζει, αληθινά, το πανώριο εικονοστάσι με “νοητό στερέωμα” κι οι εικόνες του “αστέρες πολύφωτοι” – αληθινός πίνακας “πανηγύρεως πρωτοτόκων εν ουρανοίς απογεγραμμένων” – (Εβρ. Ιβ’23), πίνακας που θυμίζει τόσο ζωντανά τον κόσμο του “επέκεινα”!

Η εκκλησία του αγίου Λαζάρου είναι μια από τις τρεις εκκλησίες με τρεις τρούλους που υπάρχουν στην Κύπρο. Οι τρεις αυτές εκκλησίες (η ερειπωμένη εκκλησία που κτίστηκε στο διάδρομο που οδηγεί από τη βασιλική του αγίου Επιφανίου στο βαπτιστήριό της, η εκκλησία του Απ. Βαρνάβα και αυτή του αγίου Λαζάρου) διαφέρουν από τις άλλες πολύτρουλλες εκκλησίες της Κύπρου και αποτελούν ιδιαίτερο τύπο, στον οποίο συνδυάζονται τρεις συνεπτυγμένοι εγγεγραμμένοι σταυροειδείς με τρούλο.

Κτίστηκε στα τέλη του 9ου αιώνα, γύρω στο 890 μ.Χ., από τον αυτοκράτορα του Βυζαντίου Λέοντα Στ’ το Σοφό. Κτισμένη εξ ολοκλήρου από πέτρα, είναι τρίκλιτη, με τους τρεις τρούλους στο μεσαίο κλίτος. Οι τρεις τρούλοι είναι σήμερα κομμένοι. Κατερρίφθησαν τον καιρό της Τουρκοκρατίας όταν, κατά την παράδοση, Τούρκος αξιωματούχος διέταξε την κατεδάφιση τους επειδή, μπαίνοντας στο λιμάνι της Λάρνακας, προσευχήθηκε εκλαμβάνοντάς τους σαν θόλους τουρκικού τεμένους. Σύμφωνα με άλλη άποψη, καταστράφηκαν από σεισμό, άγνωστο πότε.Το 1734 όταν επισκέφθηκε την εκκλησία ο Ρώσσος μοναχός Βασίλι Μπάρσκυ, ήταν ήδη κατεσραμμένοι.

Στα τέλη της Φραγκοκρατίας κτίστηκε η στοά, που βλέπουμε στη νότια πλευρά του ναού. Το 1857 κτίστηκε το σημερινό καμπαναριό. Μέχρι τότε ο ναός εστερείτο λιθόκτιστου κωδωνοστασίου γι’ αυτό και οι καμπάνες ήταν τοποθετημένες πάνω σε ξύλινο βάθρο. Είναι γνωστό ότι οι Τούρκοι, από το 1571 που κατέλαβαν την Κύπρο, μέχρι τα μέσα σχεδόν του 19ου αιώνα, δεν επέτρεπαν την ύπαρξη καμπαναριών ούτε τη χρήση καμπάνων στις χριστιανικές εκκλησίες. Μόλις το 1856 το επέτρεψαν, ύστερα από απαίτηση της ορθόδοξης χριστιανικής Ρωσσίας, αλλά μόνο κατόπιν βεζυρικής άδειας. Στη Λευκωσία μόλις το 1858 επετράπη να στηθεί μια και μόνη καμπάνα στον ι. Ναό Φανερωμένης. Στη Λάρνακα, αντίθετα, ο ναός του αγίου Λαζάρου είχε καμπάνες πολύ πριν το 1856, γενόμενες σιωπηρά ανεκτές από τους Τούρκους κι αυτό γιατί οι Λαρνακείς είχαν πολύ μεγαλύτερη ελευθερία κινήσεων λόγω της υπάρξεως των Προξενείων και μεγάλης ευρωπαϊκής παροικίας στην πόλη τους. Κατά την περίοδο όμως της Φραγκοκρατίας, ο ναός θα πρέπει να είχε άλλο εξ ίσου επιβλητικό καμπαναριό, αν κρίνουμε από παλιά σχέδια της Λάρνακας που δημοσίευσαν στην Ευρώπη περιηγητές των περασμένων αιώνων και όπου ο άγιος Λάζαρος διακρίνεται με τους τρούλους του ακέραιους και με ψηλό καμπαναριό. Τούτο θα πρέπει να κατεδαφίστηκε αργότερα από τους Τούρκους. Επειδή οι Βυζαντινοί δεν έκτιζαν ψηλά καμπαναριά, υποθέτουμε ότι τούτο θα είχε κτισθεί κατά την εποχή της Φραγκοκρατίας, κατά το πρότυπο των ψηλών ιταλικών καμπαναριών. (Την ιταλική αυτή επίδραση τη βλέπουμε ακόμα και σήμερα στα καμπαναριά όλων των παλαιών εκκλησιών της Λάρνακας).

Τα παράθυρα του ναού ήταν, παλαιότερα, στενόμακρα και άφηναν λίγο μόνο εξωτερικό φως να εισχωρεί στο εσωτερικό αυτό εξ άλλου επέβαλλε και η βυζαντινή εκκλησιαστική αρχιτεκτονική, που επεδίωκε το κατανυκτικό ημίφως στο εσωτερικό των ναών. Γενικά η αρχιτεκτονική του ναού, σπάνιου αρχαίου ρυθμού, φαίνεται ότι εντυπωσίαζε τους ξένους, αν κρίνουμε από τις εντυπώσεις ενός άλλου περιηγητού, του Alexander Drummond, Άγγλου Πρόξενου στο Χαλέπι της Συρίας, που επισκέφθηκε την Κύπρο το 1745 και ο οποίος γράφει τα εξής: “Στην πόλη των Αλυκών (όπως ήταν τότε γνωστή στους ευρωπαίους η Λάρνακα), υπάρχει εκκλησία αφιερωμένη στον άγιο Λάζαρο. H αρχιτεκτονική είναι τέτοια που ποτέ δεν έχω ξαναδεί “. Αλλά και ο προαναφερθείς Pietro Della Valle (1614-1626), περιγράφει το ναό σαν “αρχαίο, με ωραιότατη αρχιτεκτονική διαρρύθμιση”.

Το ξυλόγλυπτο εικονοστάσι, εξαιρετικής τέχνης, θεωρείται ένα από τα ωραιότερα στην Κύπρο και είναι (όπως και το εξ ίσου θαυμάσιο εικονοστάσι του ναού του Τρυπιώτη στη Λευκωσία), έργο του δόκιμου λεπτουργού Χατζησάββα Ταλιαδώρου, που καταγόταν από την ενορία Τρυπιώτη. Η κατασκευή του άρχισε το 1773 και τελείωσε το 1782. Λίγο αργότερα, το 1793-1797 επιχρυσώθηκε και συμπληρώθηκε η αγιογράφησή του από το ζωγράφο Μιχαήλ Προσκυνητή ή Χατζημιχαήλ και τους συνεργάτες του. Το εικονοστάσι κοσμούν συνολικά 120 εικόνες θαυμάσιας τέχνης: 13 μεγάλες στην κάτω σειρά και 60 μικρότερες πάνω (σε δύο σειρές από 30 εικόνες η καθεμμία), 25 στη βημόθυρα των τριών πυλών του ιερού και 4 στο σύμπλεγμα του Εσταυρωμένου στην κορυφή με συμβολική παράστασή του “πελεκάνου” στη βάση του σταυρού. Οι υπόλοιπες είναι 16 μικρές κυκλικές εικόνες στο ήμισυ του ύψους του εικονοστασίου και 2 στην κορυφή.

Αριστούργημα ξυλογλυπτικής τέχνης αποτελεί επίσης η αγία Τράπεζα, έργο κι αυτό του 1773, καθώς και ο δεσποτικός θρόνος, πάνω στον οποίο υπάρχει εικόνα του αγίου Λαζάρου ως Επισκόπου με ημερομηνία 1734.

Μέσα στο ναό φυλάσσονται και οι εξής πολύτιμες και αρχαίες εικόνες, που ίσως να ανήκαν σε παλαιότερο εικονοστάσι: μια του αγίου Λαζάρου ως Επισκόπου, φέροντος “πολυσταύριον φελόνιον”, (μέσα 16ου αιώνα), και μια της Αναστάσεως του Λαζάρου, εξ ίσου παλαιά, βυζαντινής λαϊκής τεχνοτροπίας. Αξιοσημείωτες είναι τέλος και τέσσερις άλλες μεγάλες εικόνες που, τοποθετημένες σε ξυλόγλυπτα τέμπλα, κοσμούν τους τέσσερις πεσσούς του κεντρικού θόλου: της Παναγίας με ρωσσικό διάκοσμο, της αναστάσεως του Λαζάρου, του αγίου Νικολάου και του αγίου Γεωργίου με σκηνές από το βίο του περιμετρικά της κεντρικής παραστάσεως, έργο του 1717 του Ιακώβου Μόσκου του Κρητός.

Φαίνεται ότι, παλαιότερα, ολόκληρος ο ναός ήταν αγιογραφημένος, γιατί μέχρι τον περασμένο αιώνα σώζονταν μερικές τοιχογραφίες στους πεσσούς του κεντρικού θόλου. Οι τοιχογραφίες του ναού καταστράφηκαν απο άγνωστη αιτία κατά την πολύκαιρη διάρκεια ύπαρξης του ναού ή κατ’ άλλη εκδοχή πρέπει να καταστράφηκαν, πιθανότατα, από την πολλή υγρασία που επικρατεί στην περιοχή της Λάρνακας και ειδικότερα της ενορίας Σκάλας, όπου το υψόμετρο ελάχιστα διαφέρει εκείνου της θάλασσας. (Μέχρι τα μέσα του περασμένου αιώνα μάλιστα οι περιοχές νοτιοδυτικά του ναού μέχρι την Αλυκή αποτελούσαν λιμνώδεις εκτάσεις, γνωστές σαν “λίμνες τ’ άι Λαζάρου”).

Στα πολύ παλιά χρόνια, όταν η περιοχή Σκάλας ήταν ακόμα σχεδόν ακατοίκητη και η πόλη περιοριζόταν μόνο στην παλιά Λάρνακα, ο άγιος Λάζαρος, μονήρης όπως ήταν, λειτουργούσε σαν μοναστήρι. Τον καιρό της Φραγκοκρατίας μετατράπηκε σε μοναστήρι Βενεδικτίνων (καθολικών) μοναχών.

Όταν οι Τούρκοι κατέλαβαν την Κύπρο το 1570, κατακράτησαν το ναό (όπως έκαμαν για όλες τις εκκλησίες, που κατείχαν οι Λατίνοι) μέχρι το 1589, οπότε τον εξαγόρασε η ορθόδοξη εκκλησία για 3,000 “άσπρα” αργυρά νομίσματα. Συγχρόνως δόθηκε και στους Λατίνους το δικαίωμα να λειτουργούν δύο φορές το χρόνο στη βόρεια κόγχη του ιερού: την ημέρα του αγίου Λαζάρου και την ημέρα της Μαρίας της Μαγδαληνής, μετατραπέντος του αριστερού κλίτους του ναού (από τη βόρεια κόγχη του ιερού μέχρι τη βόρεια είσοδο του ναού) σε παρεκκλήσιο των Λατίνων. Το δικαίωμα τους αυτό καταργήθηκε το 1794 κατόπιν ενεργειών του αρχιεπισκόπου Χρυσάνθου (1767-1810) και του Κιτίου Μελετίου Α’ (1776-1797), επειδή οι Λατίνοι, εκμεταλλευόμενοι αυτό ήγειραν αξιώσεις συνιδιοκτησίας επί του ναού. Πάνω στη βόρεια είσοδο του ναού υπάρχει ακόμη ο λατινικός πεντάσταυρος και στη βόρεια κόγχη του ιερού διατηρείται ακόμη το λατινικό “αλτάριον”, που μαρτυρούν το πέρασμα αυτό των Λατίνων από το ναό.

Όταν, από τις αρχές του 18ου αιώνα, η περιοχή Σκάλας άρχισε να αναπτύσσεται και να ολοκληρώνεται σαν δεύτερη πόλη κοντά στη παλιά Λάρνακα, ο άγιος Λάζαρος έγινε ο ενοριακός ναός ολόκληρης της νέας πόλης Σκάλας. Μέχρι όμως τα μέσα του 19ου αιώνα εξακολουθεί να ονομάζεται “μοναστήρι” (όπως βλέπουμε στα σχετικά έγγραφα της εποχής), ενώ είχε προ πολλού παύσει να είναι τέτοιο. Οι οντάδες του γύρω-γύρω, το μοναστηριακό τυπικό που διατήρησε, οι πολλές ακολουθίες και το πολυπληθές ιερατικό προσωπικό, που είχε, εξακολουθούσαν να του προσδίδουν όψη μοναστηριού.

Αυτά τα γύρω του ναού δωμάτια, περίπου είκοσι παλαιότερα, χρησίμευαν στους προηγούμενους αιώνες και σαν ξενώνας στον οποίο διέμεναν περαστικοί ξένοι, προσκυνητές, χατζήδες, εμπορευόμενοι κ.α. Στο βορειοδυτικό τμήμα του περιβόλου υπάρχει μικρό κοιμητήριο Διαμαρτυρομένων με ωραίους μαρμαρόγλυπτους τάφους, στο οποίο είναι θαμμένοι Ευρωπαίοι έμποροι, ναυτικοί, Άγγλοι πρόξενοι και Αμερικάνοι ιεραπόστολοι που πέθαναν στη Λάρνακα.

Σαν το μοναδικό θρησκευτικό κέντρο της Σκάλας (της μιας δηλαδή από τις δύο δίδυμες τότε πόλεις ), είχε 4-5 ιερείς (εκτός από τον ή τους διακόνους). Οι ιεροτελεστίες στο ναό αυτό γίνονταν πάντα με κάποια επισημότητα και μεγαλοπρέπεια. Από υπάρχουσες ενδείξεις συμπεραίνουμε ότι στα μέσα του περασμένου αιώνα γίνονταν δύο λειτουργίες κάθε Κυριακή και σε μερικές μεγάλες γιορτές.

Ο ναός του αγίου Λαζάρου δέθηκε κατά τρόπο μοναδικό με τη ζωή των πολιτών της Σκάλας – Λάρνακας. Ας μας επιτραπεί εδώ μια ιστορική παρένθεση: Οι παλαιότερα ξεχωριστές αυτές πόλεις ιδρύθηκαν το Μεσαίωνα στη θέση και πάνω στα ερείπια του αρχαίου Κιτίου. Στην αρχή, επί Φραγκοκρατίας – Ενετοκρατίας, μόνο η Λάρνακα υπήρχε σαν πόλη, σε απόσταση ενός μιλίου από την ακτή, γνωστή στους Ευρωπαίους με το όνομα Salines (Αλυκές), ενώ η Σκάλα, γνωστή στους Ευρωπαίους με το όνομα Marina περιοριζόταν σε λιμενικές αποθήκες και ένα μικρό συνοικισμό κοντά στη θάλασσα και γύρω από το ναό του αγίου Λαζάρου και το μικρό μεσαιωνικό καστρο, για τις ανάγκες του λιμανιού και την εκμετάλλευση της Αλυκής, (το αλάτι της οποίας, παραγόμενο τότε σε πολύ πιο μεγάλες ποσότητες από τις σημερινές, ήταν περιζήτητο στην Ευρώπη λόγω της εξαιρετικής του ποιότητας). Όταν τον 15ον αιώνα το λιμάνι της μεσαιωνικής Αμμοχώστου παρήκμασε, άρχισε να αναπτύσσεται το της Λάρνακας, σε σημείο που για πέντε αιώνες (15ος μέχρι τέλους 19ου) να είναι ένα από τα εμπορικότερα λιμάνια της Ανατολικής Μεσογείου, ένα από τα σπουδαιότερα κέντρα του τότε διαμετακομιστικού εμπορίου μεταξύ Ευρώπης και Μέσης Ανατολής. Γι’ αυτό διάφορα τότε κράτη της Ευρώπης (Γαλλία, Αγγλία Αυστρία, Νεάπολις, Βενετία, Ραγούζα, Σικελία, Ισπανία, Ρωσσία, Ελλάς, Ολλανδία κ.α) εγκαθίδρυσαν στη Λάρνακα παροικίες τους και Προξενεία. Με τη σπουδαιότητα αυτή που άρχισε ν’ αποκτά το λιμάνι της και τη ζωηρή κίνηση πλοίων που παρετηρείτο, ο μέχρι τότε ασήμαντος παραθαλάσσιος συνοικισμός άρχισε ν’ αναπτύσσεται, ιδίως από τα τέλη του 17ου – αρχές του 18ου αιώνα και να σχηματίζει σιγά-σιγά μια νέα πόλη, τη Σκάλα. Στο δεύτερο ήμισυ του 18ου αιώνα ήταν ήδη μια ολοκληρωμένη πολιτεία δίπλα στη Λάρνακα, με έντονα εξευρωπαϊσμένη ζωή λόγω της παρουσίας εκατοντάδων Ευρωπαίων (εμπόρων, Προξένων κ.α.) που είχαν εγκατασταθεί μόνιμα στις δύο δίδυμες πόλεις. Έτσι, στα χρόνια της Τουρκοκρατίας, η πόλη Σκάλα-Λάρνακα αποτελούσε τη βιτρίνα της Κύπρου και το σημείο επαφής της με το εξωτερικό, μια ακτίνα φωτός και πολιτισμού στους σκοτεινούς εκείνους χρόνους της σκλαβιάς. Αν η Λευκωσία ήταν η διοικητική πρωτεύουσα της Κύπρου, η Λάρνακα ήταν η διπλωματική και εμπορική της πρωτεύουσα, που μέχρι τις αρχές του 20ου αιώνα εξακολουθούσε να κρατά τα πρωτεία της κοινωνικής, μορφωτικής, πολιτιστικής, εμπορικής κλπ, ζωής του νησιού. Μετά όμως τη μεταφορά των Προξενείων στη Λευκωσία και την ανάπτυξη των λιμένων Αμμοχώστου και Λεμεσού, η Λάρνακα πέρασε σε δεύτερη μοίρα κι έχασε την παλιά της αίγλη και σπουδαιότητα.

Ο ναός του αγίου Λαζάρου δέθηκε τόσο στενά με τη ζωή της πόλης, ώστε η ιστορία του ν’ αποτελεί ιστορία και της ίδιας της πόλης. Από τον 18ο μέχρι τα μέσα σχεδόν του 20ου αιώνα – ήταν το θρησκευτικό, εθνικό, φιλανθρωπικό και εκπαιδευτικό κέντρο της πόλης, ο άξονας γύρω από τον οποίο περιστρεφόταν η θρησκευτικοκοινωνική ζωή της. Γράφει χαρακτηριστικά ο ιστοριοδίφης Ν.Γ. Κυριαζής στο βιβλίο του “Η πόλης της Λάρνακας υπό το φως ιστορικών εγγράφων”: “Εκ των ελαχίστων εν Κύπρω ναών, όσοι επέσυραν την προσοχήν και απησχόλησαν την ιστορία, ο ναός του αγίου Λαζάρου αναμφιβόλως υπάρχει ο καταλαβών εξέχουσαν θέσιν εις την ενοριακήν ναογραφίαν της Κύπρου” και “Ολίγοι ναοί έχουσι να επιδείξωσι την του αγίου Λαζάρου πολυσχιδή και κοινωφελή δράσιν. Ίδρυσε και συνετήρησε Σχολεία, εμερίμνησε δια Νοσοκομεία και Νεκροταφείον, εβοήθησε πτωχούς, εγένετο φρουρός και θεματοφύλαξ των συμφερόντων των πολιτών, προστάτης και παραστάτης παντός έχοντος ανάγκην, εκπρόσωπος ισχυρός και συνετός της πόλεως και των συμφερόντων της…”

Τα του ναού διευθύνονταν από Επιτροπή η οποία μέχρι το 1854 οριζόταν αριστίνδην, ενώ από το 1854 και μετά εκλέγεται από τους ενοριάτες. Σχετικές πληροφορίες για πρόσωπα και δραστηριότητες της Επιτροπής έχουμε από το 1734 ενώ για τους προηγούμενους χρόνους στερούμεθα στοιχείων. Η Επιτροπή του ναού εθεωρείτο στα χρόνια εκείνα της Τουρκοκρατίας και Επιτροπή ολόκληρης της κοινότητας Σκάλας και σ’ αυτήν προσέφευγαν οι πολίτες για πάσης φύσεως υποθέσεις των. Σεβαστή από όλους, πρόβαλλε σαν εκπρόσωπος της θελήσεως της κοινότητας και καθίστατο υπολογίσιμη δύναμη στις σκέψεις και τις αποφάσεις των τότε Τουρκικών αρχών.

Στον τομέα της Παιδείας η συμβολή του ναού του αγίου Λαζάρου υπήρξε πραγματικά μοναδική. Στη Σκάλα-Λάρνακα λειτουργούσαν από τις αρχές του 19ου αιώνα σχολεία, τα οποία όμως ήσαν ιδιωτικά και στα οποία μόνο λίγοι εύποροι μπορούσαν να φοιτήσουν. Γι΄ αυτό ο ναός μερίμνησε για την ίδρυση δημοσίων Σχολείων, τα οποία συντηρούσε, μαζί με τη μονή αγίου Γεωργίου του Κοντού, μέχρι τις πρώτες δεκαετίες του αιώνα μας.

Συγκεκριμένα και χάρη της ιστορίας αξίζει να σημειωθεί ότι εδώ στη Λάρνακα είχε ιδρυθεί το 1733 η πρώτη στην Κύπρο μετά την Τουρκική κατάκτηση Σχολή με πρώτο δάσκαλο τον διάκονο Φιλόθεο. Στις αρχές του 19ου αιώνα ακολουθεί η ίδρυση και άλλων ιδιωτικών σχολείων. Το 1822 ιδρύθηκε η Ελληνική Σχολή ή Σχολαρχείο, στο οποίο δίδαξαν ονομαστοί καθηγητές, όπως οι Δημ. Θεμιστοκλέους (1822-48), Αθ. Σακελλάριος (1849-53), Χρύσανθος Ιωαννίδης (1860-80), Νικόλαος Λανίτης (1880-96), Σίμος Μενάρδος (1896-7) κ.α. Το 1830 ιδρύθηκε το Αλληλοδιδακτικό Λάρνακας. Ο ναός του Αγίου Λαζάρου μερίμνησε ώστε η ιδιωτική εκπαίδευση να καταστεί δημόσια, ιδρύοντας δημόσια σχολεία τα οποία και συντηρούσε, μαζί με την ι. Μονή Αγίου Γεωργίου Κοντού, μέχρι τις πρώτες δεκαετίες του αιώνα μας. Συγκεκριμένα , το 1857 ίδρυσε στον περίβολο, πίσω από την εκκλησία, το “Δημόσιον Αλληλοδιδακτικόν Σχολείον” (το κτίριο του οποίου διατηρείται μέχρι σήμερα με τη σχετική επιγραφή στην πρόσοψη), το οποίον υπήρξε η επί κοινοτικής βάσεως συνέχεια του παλιού Αλληλοδιδακτικού Σκάλας. (Το κτίριο αυτό εχρησιμοποιείτο μέχρι το 1910, οπότε η Σχολή στεγάστηκε αλλού σαν Αρρεναγωγείο Σκάλας). Το 1859 ιδρύθηκε το Παρθεναγωγείο Σκάλας και λίγο μετά το Παρθεναγωγείο Λάρνακας, ενώ η Ελληνική Σχολή ή Σχολαρχείο μετατρεπόταν κι αυτό σε δημόσιο. Έτσι, στα μέσα του περασμένου αιώνα, η εκπαίδευση από ιδιωτική μετετράπη σε δημόσια, χάριν στις ενέργειες της Εκκλησιαστικής Επιτροπής του Αγίου Λαζάρου. Χάριν πάλιν της ιστορίας σημειώνουμε ότι το 1898 η Ελληνική Σχολή μετετράπη σε Ημιγυμνάσιο και, τελικά, το 1911, στο γνωστό Παγκύπριο Εμπορικό Λύκειο Λάρνακας (και νύν Παγκύπριο Λύκειο Λάρνακας) που ακτινοβολούσε σ΄ όλη την Κύπρο για δεκαετίες.

Παρόμοια ήταν η μέριμνα του ναού στα χρόνια της Τουρκοκρατίας και τις πρώτες δεκαετίες της Αγγλοκρατίας στον τομέα της φιλανθρωπίας και κοινωνικής πρόνοιας, ελλείψει φιλανθρωπικών σωματείων και κρατικής μέριμνας.

Τέλος πρέπει να σημειωθεί ότι, όταν Πρόεδρος της Επιτροπής ήταν ο ιστοριοδίφης Ν. Γ. Κυριαζής (1922-24 και 1927-28), ιδρύθηκε και “Μουσείον Αγίου Λαζάρου “, το οποίο στεγαζόταν στον περίβολο του ναού, στο κτίριο του Αλληλοδιδακτικού Σχολείου και περιλάμβανε δεκάδες βυζαντινών εικόνων που πρέπει να ανήκαν σε παλαιότερο εικονοστάσι, καθώς και άλλα εκκλησιαστικά αντικείμενα. Τα κειμήλια αυτά μεταφέρθηκαν αργότερα, δυστυχώς, στο μεσαιωνικό κάστρο της τουρκικής συνοικίας Σκάλας, στο οποίο στεγάσθηκε το τότε το Επαρχιακό Μουσείο Λάρνακας, με συνέπεια να πέσουν στα χέρια των Τούρκων, κατά την Τουρκοκυπριακή ανταρσία του 1963, και να χαθούν. Το μουσείο έχει επανασυσταθεί και λειτουργεί στη νοτιοανατολική στοά του περίβολου του ναού από το 1990.

Σήμερα με την ανάληψη από το κράτος όλων των τομέων κοινωνικής δραστηριότητας, ο ρόλος του ναού περιορίστηκε στη θρησκευτική ζωή της πόλης. Οι μεγάλες καμπάνες που στολίζουν το τιτάνιο καμπαναριό, στέλλουν, σχεδόν καθημερινά, τη γλυκιά μελωδία τους στα πέρατα της πόλης. Ο γνωστός ήχος τους αποτελεί χαρακτηριστικό και οικείο ήχο για τους Λαρνακείς, που έσμιξε με την καθημερινή τους ζωή, ένα ήχο που για ολόκληρες γενιές τώρα μας καλεί στις λειτουργίες και τους εσπερινούς, σε κατανυκτικές ακολουθίες, σε γάμους και σε κηδείες, σε επίσημες δοξολογίες αλλά και στις ταπεινές παρακλήσεις.


Τελειώνοντας την ιστορική τούτη αναδρομή, ας ευχηθούμε ο άγιος Λάζαρος, ο και πολιούχος της Λάρνακας, να φυλάττει την πόλη του από κάθε κακό και να πρεσβεύει για τους πιστούς. Αλλά κι εμείς πρέπει να συνειδητοποιήσουμε τι θησαυρό διαθέτει η πόλη μας και να προσπαθήσουμε να ξαναγίνει η χιλιόχρονη εκκλησία με τον αγιασμένο τάφο τόπος πανορθοδόξου προσκυνήματος. Ιδίως στο τριήμερο, που αρχίζει την παραμονή της γιορτής του αγίου με το μεγάλο εσπερινό και συνεχίζεται την επαύριο, “Σάββατο του Λαζάρου”, με πανηγυρική λειτουργία το πρωί και μεγάλη λιτανεία στους δρόμους της πόλης το απόγευμα και τελειώνει την Κυριακή των Βαίων με πανηγυρική πάλι λειτουργία. Τέτοιες μέρες οι πιστοί της Λάρνακας νοιώθουν πιο κοντά στους Αγίους Τόπους, ζουν πιο έντονα τις παραμονές του θείου Πάθους και τα ένδοξα προεόρτια της Αναστάσεως, σε μια δεύτερη μα πραγματική “Βηθανία”, κοντά στο μνήμα του αγαπημένου φίλου του Χριστού.

ΛΑΪΚΕΣ ΠΑΡΑΔΟΣΕΙΣ ΚΑΙ ΕΘΙΜΑ

Το πέρασμα του αγίου Λαζάρου από το Κίτιο συνδέθηκε με διάφορες παραδόσεις. Σύμφωνα με μια τέτοια παράδοση, στα τριάντα αυτά χρόνια που έζησε μετά την ανάστασή του, δεν γέλασε ποτέ -εκτός από μια φορά , όταν είδε κάποιον να κλέβει ένα πήλινο δοχείο, οπότε χαμογέλασε λέγοντας: “ο πηλός κλέβει τον πηλό”-συγκλονισμένος από το θέαμα των αλυτρώτων ψυχών, που είδε στον άδη κατά την εκεί τετραήμερη παραμονή του. (Δεν είχε λάβει ακόμα χώραν η λυτρωτική θυσία του Χριστού πάνω στο σταυρό και η Ανάστασή Του, η οποία και ελύτρωσε τον άνθρωπο από τα δεσμά του άδη και της αιώνιας καταδίκης).

Μια άλλη παράδοση συνδέει το πέρασμα του αγίου από το Κίτιο-Λάρνακα με τις εκεί πλησίον ευρισκόμενες Αλυκές. Η παράδοση αυτή θέλει τις Αλυκές την εποχή εκείνη απέραντο αμπέλι . Διψασμένος οδοιπόρος ο άγιος, κάποια μέρα, ζήτησε από τον ιδιοκτήτη λίγο σταφύλι για να ξεδιψάσει. Εκείνος αρνήθηκε κι όταν ο άγιος του έδειξε ένα καλάθι που φαινόταν να είναι γεμάτο σταφύλι, εκείνος απάντησε ότι περιέχει άλας. Τότε ο άγιος, για να τιμωρήσει την κακία και υποκρισία των ανθρώπων εκείνων, μετέτρεψε δια θαύματος το απέραντο αμπέλι σε λίμνη άλατος.

Εκτός από αυτά, υπάρχει και παράδοση περί επισκέψεως της Υπεραγίας Θεοτόκου στην Κύπρο και ειδικά στο Κίτιο, για συνάντηση του Λαζάρου. Η παράδοση αυτή , αγιορείτικης προελεύσεως, αναφέρει ότι ο Λάζαρος εθλίβετο πολύ που δεν έβλεπε τη Μητέρα του Κυρίου. Γι αυτό, ύστερα από σχετική συνεννόηση, έστειλε πλοίο στην Παλαιστίνη και την παρέλαβε μαζί με τον ευαγγελιστή Ιωάννη και άλλους μαθητές, για να τους φέρει στην Κύπρο. Πριν φθάσουν όμως εδώ μεγάλη τρικυμία και ενάντιος άνεμος τους παρέσυρε μέχρι το βόρειο Αιγαίο, στις ακτές του όρους Άθω (δηλαδή του Αγίου Όρους). Εκεί η Παναγία, μετέστρεψε στη χριστιανική πίστη τους ειδωλολάτρες κατοίκους και ζήτησε από τον Υιόν Της σκέπη και προστασία για όσους θα ασκούνται χριστιανικά στο όρος τούτο. Επειτα αναχώρησε και έφθασε, επί τέλους, στην Κύπρο, στο Κίτιο, όπου συνάντησε το Λάζαρο, στον οποίο έφερε δώρο επισκοπικό ωμοφόριο και επιμανίκια, τα οποία είχε κάμει με τα ίδιά της τα χέρια. Και αφού ευλόγησε την κατά Κίτιον Εκκλησία επέστρεψε στα Ιεροσόλυμα.


Είναι τόσο ισχυρή και τόσο διαδεδομένη σ’ ολόκληρο τον Ορθόδοξο κόσμο, μηδέ της Ρωσσίας εξαιρουμένης, η παράδοση για την έλευση και χειροτονία του αγίου Λαζάρου στο Κίτιο, ώστε η έλλειψη σχετικών γραπτών πηγών του πρώτου αιώνα να μην αναιρεί, πιστεύομε, την πραγματικότητά της. Βοώσαν παράδοσιν αποτελεί εξ’ άλλου και ο αρχαίος ναός του αγίου, κτισμένος πάνω στον κατά παράδοση τάφο του.

Κατά το Σάββατο του Λαζάρου υπήρχε παλαιότερα στη Λάρνακα – όπως και σε πλείστα άλλα μέρη της Κύπρου – το έθιμο να περιέρχονται τα παιδιά, κατά ομάδες, τα σπίτια και να τραγουδούν το άσμα του Λαζάρου ή κάλαντα του Λαζάρου. Το έθιμο αυτό αποκτούσε ιδιαίτερη σημασία στην ενορία Σκάλας (Αγίου Λαζάρου), όπου γινόταν ολόκληρη ιεροτελεστία με αναπαράσταση της εγέρσεως του αγίου. Περιγραφή του εθίμου, όπως γινόταν στα τέλη του περασμένου αιώνα, έχει ως εξής:


΄΄Οι επίτροποι και οι διάκονοι του ναού έντυναν ένα αγόρι της περιοχής, το Λαζαρόπαιδο, με κίτρινες μαργαρίτες που είχαν πλεχθεί ειδικά για τη γιορτή. Ο μητροπολίτης με τους ιερείς και τους πιστούς περίμεναν στο μεγάλο δωμάτιο υποδοχής, τραγουδώντας πένθιμα άσματα με τη συνοδεία πένθιμης μουσικής. Το Λαζαρόπαιδο έπεφτε στη συνέχεια σε ένα στρώμα από λουλούδια και φύλλα, τριαντάφυλλα, ανθούς πορτοκαλιάς και ροδιάς, κλαδιά δάφνης, μυρσίνης και φοινικιάς. Ο πρωτοπαπάς διάβαζε το ευαγγέλιο και όταν έφθανε στη φράση “Λάζαρε δεύρο έξω” ύψωνε τη φωνή του, όπως αναφέρεται ότι είχε κάμει κι ο Χριστός. Ενώ ακουγόταν αυτή η φράση, οι ιερείς κι οι διάκονοι τοποθετούσαν το σταυρό στο κεφάλι του παιδιού, το θυμιάτιζαν και το ράντιζαν με κλαδιά μυρσίνης βουτηγμένα σε αγίασμα. Ο υποτιθέμενος νεκρός Λάζαρος τότε “αναστηνόταν”. Το Λαζαρόπαιδο σηκωνόταν, οι γυναίκες το ράντιζαν με ροδόσταγμο, το έραιναν με ροδοπέταλα κι έβαζαν στο στόμα του γλυκό, μια γουλιά κρασί και μια μπουκιά ψωμί. Τότε οι φλογέρες , τα βιολιά και τα λαγούτα, μαζί με την εκκλησιαστική χορωδία, άρχιζαν ένα χαρμόσυνο ύμνο τον οποίο τραγουδούσε μαζί και η κοινότητα. Όποιος πλησίαζε, φώναζε δυνατά : “Ο Λάζαρος αναστήθηκε…”. Κατόπιν οι Σκαλιώτες, (Λαρνακιώτες) που αποτελούσαν την επιτροπή για τη γιορτή, άρχιζαν να μοιράζουν κόλλυβα, φαγητά ποτά, γλυκίσματα και ψωμιά. Πρόσφεραν επίσης κουμανταρία (το περίφημο γλυκό κυπριακό κρασί) και ζιβανία (τσίπουρο). Συγχρόνως ράντιζαν τον κόσμο με ροδόσταγμο από ασημένιες μυροχόες (μερρέχες) και θυμιάτιζαν για το βάσκανο μάτι. Έτσι τελείωνε η ιεροτελεστία στην αυλή της εκκλησίας του Αγίου Λαζάρου. Κατόπιν η επιτροπή για την γιορτή κι ολόκληρη η “πομπή του Λαζάρου”, με αναμμένα κεριά, πήγαιναν μέχρις αργά τη νύχτα στα σπίτια όπου υπήρχαν αυτοσχέδια “στρώματα του Λαζάρου”, στολισμένα με λουλούδια και κλαδιά. Στα σπίτια κερνούσαν τους επιτρόπους και τους ιερείς, προσφέροντάς τους γλυκά , ψωμιά, τσιγάρα, χρήματα κ.ά. Η διαδρομή της λιτανείας αυτής ήταν καθορισμένη.΄΄

Ιερομ. Σωφρόνιος Γ. Μιχαηλίδης
Λάρνακα – Κύπρος

bottom of page